- ντονέρ
- τοάκλ. είδος ψητού κρέατος στη σούβλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. doner «περιστροφή» < τουρκ. donmek «γυρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ντόνερ, Γκέοργκ Ράφαελ — (Georg RaphaelDonner, Έσλινγκεν, Βιέννη 1693 – 1741). Αυστριακός γλύπτης. Αντιπροσωπεύει το κλασικιστικό και αρκαδικό ρεύμα της αυστριακής γλυπτικής που –όπως στην Ιταλία και στη Γαλλία– αντιτάχτηκε από το τέλος του 17ου αι. στην πομπώδη μπαρόκ… … Dictionary of Greek
Gyros — This article is about the food dish. For other uses, see Gyro. Gyros or gyro (giros) (pronEng|ˈjɪəroʊ or IPA|/ˈdʒaɪroʊ/, Greek: γύρος turn ) is a Greek fast food;. It is a kind of meat roasted on a vertical rotisserie. By extension, gyros may… … Wikipedia
Doner kebab — Döner kebap Doner meat being sliced from a rotating spit. Note the iron heating plate behind the spit, which is used to cook the meat Origin Place of origin Turkey Region or s … Wikipedia
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Shawarma — rotisserie, Istanbul, Turkey … Wikipedia
Döner kebab — (Turkish döner kebap , literally turning roast ), is a Turkish national dish made of meat cooked on a vertical spit and sliced off to order. The meat may be lamb, mutton, beef, goat, or chicken. Alternative names include kebab, donair, döner,… … Wikipedia
Gyros — Gyros. Gyros o gyro (procedente del griego γύρος giro ) es una carne asada en un horno vertical que se acaba sirviendo en un pan de pita o sándwich. Como acompañamiento a la carne se incluyen algunas verduras y salsas. Los más comunes son el… … Wikipedia Español
Πίντερ, Χάρολντ — (Pinter, Λονδίνο 1930). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός. Αφού εργάστηκε μερικά χρόνια ως ηθοποιός σε περιοδεύοντες θιάσους, άρχισε το 1957 τη συγγραφική του σταδιοδρομία, παρουσιάζοντας στο θέατρο του πανεπιστήμιου του Μπρίστολ Το… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek